ενιαυτός

ενιαυτός
Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά που φονευόταν στο τέλος του χρόνου είτε από το ιερό ζώο που θυσιαζόταν για τη δίαιτα, δηλαδή το κοινό συμπόσιο. Επιπλέον, ως Ε. δαίμονα θεωρούσαν και τον νεαρό θεό που πέθαινε, η γέννηση και θάνατος του οποίου συμβόλιζαν την ετήσια άνθηση και τον ετήσιο μαρασμό της φύσης. Στα Γάδειρα, δίπλα στον βωμό του θεού Μήνα, υπήρχε και βωμός αφιερωμένος στον Ε. Στην τέχνη, ο δαίμονας αυτός απεικονιζόταν ως ένα γυμνό παιδί, που κρατάει το κέρας της Αμάλθειας και ακολουθεί τις Ώρες.
* * *
ο (AM ἐνιαυτός)
χρόνος, έτος, χρονιά
νεοελλ.
(νομ.) «πένθιμος ενιαυτός» — το πρώτο έτος από τον θάνατο τού συζύγου, κατά το οποίο, αν η χήρα συνάψει νέο γάμο, υπόκειται σε διάφορες περιουσιακές συνέπειες
αρχ.
1. μεγάλη χρονική περίοδος, χρονικός κύκλος («περιπλομένων ένιαυτών», Ομ. Οδ.)
2. περίοδος εξακοσίων ετών
3. (ως κύρ. όνομα) Ἐνιαυτός
προσωποποίηση τού έτους
4. ονομασία τού κέρατος τής Αμάλθειας
5. φρ. α) «μέγας ἐνιαυτός» — ο πυθαγόρειος χρονικός κύκλος
β) «ἐνιαυτὸς Μέτωνος» — χρονική περίοδος 239 μηνών, που αποτελούν κύκλο δεκαεννέα ετών
γ) «ἐνιαυτῷ» — με τη λήξη τού έτους
δ) «τοῡ ἐνιαυτοῡ» — κάθε χρόνο
ε) «δι' ἐνιαυτοῡ πέμπτου» — κάθε πέντε έτη
στ) «εἰς ἐνιαυτόν», «κατ' ἐνιαυτόν», «ἐπ' ἐνιαυτόν» — για ένα έτος
ζ) «παρ' ἐνιαυτόν» — κάθε δεύτερο έτος
η) «πρὸ ἐνιαυτοῡ» — πριν από ένα έτος
θ) «εἰς τὸν σᾱτες ἐνιαυτόν» — για το τρέχον έτος
ι) «πρὸ τῷ ἐνιαυτῷ» — πριν από την πάροδο τού έτους
ια) «ἐνιαυτὸς ἀναπαύσεως ή ἀφέσεως» — κάθε έβδομο έτος, κατά το οποίο οι Ισραηλίτες ἡταν υποχρεωμένοι να αφήνουν ακαλλιέργητα τα κτήματά τους στη διάθεση τών φτωχών και τών ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν-ιαυ-τός
α' συνθετικό τής λ. είναι το *en- «έτος», το οποίο πιθ. απαντά στα ένος «έτος» (πρβλ. δίενος, τετράενος κ.ά.), επίθ. ήνις «ηλικίας ενός έτους», καθώς και στα λιθ. per-nai «πέρυσι», γοτθ. fram fair-n-in jera «από πέρυσι», ρωσ. lo-ni (< *ol-ni) «πέρυσι». Το β' συνθετικό τής λέξεως παρουσιάζει ερμηνευτικές δυσχέρειες. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με το ιαύω «κοιμάμαι, παύω, σταματώ» και ότι προήλθε ως ρηματικό επίθετο σε -τος είτε από το θ. τού ενεστ. ιαυ- είτε από θ. αν-, οπότε το -ι- είναι συνδετικό φωνήεν. Κατ' άλλους, ενιαυτός < εν-ιαύω
< προρρηματικό εν- + ρ. ιαύνω
πρόκειται δηλ. για τις ημέρες τού ηλιοστασίου, επειδή τότε ο ήλιος φαίνεται στάσιμος ως προς την απόκλιση. Άλλες ερμηνείες που έχουν προταθεί δεν έχουν ισχυρή βάση.
ΠΑΡ. ενιαύσιος
αρχ.
ενιαυτίζω
αρχ.-μσν.
ενιαυσιαίος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ενιαυτοφανής, ενιαυτοφορώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐνιαυτός — anniversary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑνιαυτός — ἐνιαυτός , ἐνιαυτός anniversary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτοῖν — ἐνιαυτός anniversary masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτοῖς — ἐνιαυτός anniversary masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτοῖσιν — ἐνιαυτός anniversary masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτοί — ἐνιαυτός anniversary masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτοῦ — ἐνιαυτός anniversary masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτούς — ἐνιαυτός anniversary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτῶ — ἐνιαυτός anniversary masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτῶν — ἐνιαυτός anniversary masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”